Чиновник στα ελληνικά

Μετάφραση: чиновник, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπάλληλος, στέλεχος, αξιωματικός, υπάλληλο, γραμματέα, γραμματέας, υπαλλήλου
Чиновник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • четириъгълник στα ελληνικά - τετράπλευρο, τετραπλεύρου, τετράγωνο, quadrangle, τετράπλευρου
  • четкай στα ελληνικά - κατανόηση, βούρτσα, πινέλο, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
  • число στα ελληνικά - αριθμός, αριθμό, αριθμού, τον αριθμό, σειρά
  • числово στα ελληνικά - αριθμητικά, ψηφιακό, με ψηφιακό, Ποσοτικά, Αριθμητικό
Τυχαίες λέξεις
Чиновник στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπάλληλος, στέλεχος, αξιωματικός, υπάλληλο, γραμματέα, γραμματέας, υπαλλήλου