Λέξη: βαρελάς

Σχετικές λέξεις: βαρελάς

βαρελάς γιώργος, βαρελάς καρδίτσα, βαρελάς δημήτρης, βαρελάς φώτης γυναικολόγος, βαρελάς λάμπρος, βαρελάς επάγγελμα, βαρελάς καλαμάτα, βαρελάς βάιος, βαρελάς πλακάκια, βαρελάς ανδρέας

Συνώνυμα: βαρελάς

βαρελοποιός

Μεταφράσεις: βαρελάς

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cooper, Varelas
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barrilero, tonelero, Cooper, cobre, de cobre, de vinos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
küfer, scheffler, fassbinder, böttcher, cooper, Böttcher, Küfer, Kupfer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tonnelier, Cooper, cuivre, de Cooper
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bottaio, Cooper, rame, del bottaio, di Cooper
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tanoeiro, Cooper, cobre, do tanoeiro, de cobre
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kuiper, Cooper, de kuiper, kuiperpoema
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
медяк, бондарить, бочар, дегустатор, бондарь, бочарничать, Купер, Cooper, медно, медь
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
cooper, bøkker, Bøkkeren, Borettslag
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
cooper, tunnbindare, cooperen, Coopers
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tynnyrintekijä, Cooper, Cooperin, yhteis
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Cooper, bødker, samar, Coopers, bødkeren
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bednář, Cooper, měděný, měď, bednářského
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bednarz, cooper, miedź, bednarza, miedziany
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kádár, Cooper, kádáripari
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şarapçı, cooper, bakır, fıçıcı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дегустатор, бондар, Бондарь
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vozaxhi, Cooper, bakri, bakrit, bakër
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бъчвар, Купър, Cooper, медна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бондар, бондарь, ж бондар
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
püttsepp, aamissepp, tündersepp, cooper, Cooperi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bačvar, bakar, Cooper, Cooper je, žestoko alkoholno, badnjar
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beykir, Cooper
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kubilius, cooper, Cooperis, Bondar, dirbti kubilus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mucinieks, Cooper, mucinieku, Kūpers, stīpot
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Купер, бакарните, Cooper, бакар, бакарот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dogar, Cooper, cupru, din cupru, de cupru
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cooper, baker, cooper je, bakrena
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
debnár, Bednář, Bednar
Τυχαίες λέξεις