Λέξη: βαθμιαίος
Σχετικές λέξεις: βαθμιαίος
βαθμιαίος συνώνυμο
Συνώνυμα: βαθμιαίος
προοδευτικός
Μεταφράσεις: βαθμιαίος
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gradual, progressive, gradient, step by step, degressive
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gradual, progresivo, progresista, progresiva, progresistas, progresivos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
allmählich, graduell, sukzessiv, stufenweise, progressiv, fortschrittlich, progressive, progressiven, fortschreit
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
progressif, graduel, progressiste, progressive, progressivement, progressives
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
graduale, progressivo, progressista, progressiva, progressive
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
progressivo, progressista, progressiva, gradual, progressivas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geleidelijk, progressief, vooruitstrevend, progressieve, geleidelijke, progressive
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
постепенный, медленный, медлительный, последовательный, прогрессивный, прогрессивной, прогрессивным, прогрессивная, прогрессивное
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
progressiv, progressive, progressivt, gradvis, progredierende
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
progressiv, progressiva, gradvis, progressivt, grad
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asteittainen, progressiivinen, etenevä, asteittaista, progressiivisen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
progressiv, progressive, gradvis, gradvise, en gradvis
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
postupný, stupňovitý, ponenáhlý, povlovný, graduál, progresivní, postupné, progresivním, progressive, progresivního
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stopniowy, progresywny, postępowy, progressive, progresywne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
progresszív, fokozatos, haladó, a progresszív, fokozatosan
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilerici, progresif, ilerleyici, aşamalı, ilerleyen
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поступовий, повільний, прогресивний, прогресивніший, прогресивна
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
progresiv, progresive, përparimtar, përparimtare, progressive
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прогресивен, прогресивно, прогресивна, прогресивното, прогресираща
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прагрэсіўны, сучасны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
progressiivne, progresseeruv, järkjärguline, järkjärgulist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postepen, postupan, progresivan, progresivni, progresivna, progresivno, progressive
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
framsækin, framsækið, versnandi, stigvaxandi, ágeng
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laipsniškas, progresuojantis, pažangus, progressive, laipsnišką
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
progresīvs, progresīva, pakāpeniska, progresējoša, progresīvu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прогресивни, прогресивната, прогресивно, прогресивен, прогресивна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
progresiv, progresivă, progresiva, progresive, treptată
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
postopno, progressive, progresivna, progresivni, progresivno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
postupný, progresívna, progresívne, progresívny, progresívnej, progresívnou
Τυχαίες λέξεις