Λέξη: αχρηστεύω
Σχετικές λέξεις: αχρηστεύω
αχρηστεύω συνώνυμα
Συνώνυμα: αχρηστεύω
ακυρώ, ακυρώνω, καταργώ, υπεισέρχομαι, αντικαθιστώ, κάμνω ανίκανο, κάνω ανίκανο
Μεταφράσεις: αχρηστεύω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disable, incapacitate, disuse, supersede, nullify
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desconectar, incapacitar, incapacitar a, incapacite, incapacitarlo, incapacitan
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abschalten, ausschalten, entmündigen, außer Gefecht, handlungsunfähig, außer Gefecht zu, kampfunfähig
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mutiler, paralyser, désemparez, estropier, désemparent, éliminer, désemparons, désemparer, déclencher, affaiblir, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inabilitare, paralizzanti, incapacitare, fuori combattimento, incapacitate
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incapacitar, incapacitá, neutralizar, incapacitar a, incapacitam
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbekwaam maken, te schakelen, onbekwaam, uit te schakelen, incapacitate
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
делать, блокировать, обессилить, запрещать, обессиливать, калечить, выводить из строя, строя, из строя, вывести из строя, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uskadelig, uskadeliggjøre, incapacitate, lammer
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
incapacitate, oskadliggöra, att oskadliggöra
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jäävätä, vammautua, tehdä työkyvyttömäksi, lamauttamiseksi, lamauttamiseen, incapacitate, menetyksen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lamme, incapacitate, at lamme, uarbejdsdygtig, ukampdygtige
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vypnout, zmrzačit, zablokovat, vyřadit, zneškodnit, zneschopnit, diskvalifikovat, zneškodnění, zneschopnění
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyłączyć, pozbawiać, unieszkodliwić, obezwładniać, ograniczać, unieszkodliwiać, pozbawić, unieruchomić, odłączać, okaleczać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cselekvőképtelenné tesz, ártalmatlanná, ártalmatlanná tételére, cselekvőképtelenné válásához, cselekvőképtelenné
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sakatlamak, alıkoymak, etkisiz hale, etkisiz hale getirmek, yapamaz hale getirmek, saf dışı bırakmak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непридатним, калічити, знесилювати, знесилити, виводити з ладу, виводити з експлуатації
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bëj i paaftë, i heq të drejtën, heq, paaftë, të heq
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възпрепятствувам, направят безпомощни, причиняване на временна недееспособност, на временна недееспособност на, на временна недееспособност
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выводзіць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vigastama, blokeerima, tegutsemisvõimetuks, teovõimetuks, tegutsemisvõimetuks muutmiseks, teovõimetuks muuta, halvavad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
deaktivirati, onemogućiti, onesposobiti, onesposobi, incapacitate, onesposobe, onesposobite
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
incapacitate
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išvesti iš rikiuotės, rikiuotės, negalėjimą veikti, iš rikiuotės, apriboti veiksnumą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atņemt tiesības, padarīt nespējīgu, rīcībnespējīgu, pretoties nespējīgas, savaino
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
онеспособи, лишавам, оневозможи
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
face incapabil, incapacitatea, incapabil, incapacitate, incapacita
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
onesposobila, onesposobitev, onemogočanja, onesposobi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zneschopnit
Τυχαίες λέξεις