Λέξη: ατμόσφαιρα
Σχετικές λέξεις: ατμόσφαιρα
ατμόσφαιρα σελήνης, ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, ατμόσφαιρα στρατόσφαιρα, ατμόσφαιρα στρώματα, ατμόσφαιρα άρη, ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη στίχοι, ατμόσφαιρα ασπίδα της γης, ατμόσφαιρα τροπόσφαιρα, ατμόσφαιρα συνώνυμο, ατμόσφαιρα γης
Μεταφράσεις: ατμόσφαιρα
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
air, atmosphere, tone, ambience, the atmosphere, ambiance
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
orear, airear, tono, aéreo, aire, melodía, viento, ventilar, ambiente, atmósfera, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lied, atmosphäre, lüften, farbton, brise, senden, auslüften, prime, melodie, aussehen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
son, encolure, bruit, vent, air, diffuser, d'air, ventiler, aria, note, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aria, ventilare, tinta, aerare, melodia, sfumatura, suono, colorazione, motivo, arieggiare, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nota, tonelada, atmosfera, melodia, matiz, sonância, apontamento, ambiência, abanar, ar, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bries, nota, nuance, voorkomen, lucht, dampkring, wijsje, notitie, sfeer, muzieknoot, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
звук, стюардесса, облик, тушевать, выветривать, мелодия, атмосфера, настраивать, солярий, обстановка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lufte, atmosfære, klang, låt, luft, melodi, tone, stemningen, atmosfæren, stemning
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stämning, nyans, lufta, ton, vädra, luft, atmosfär, melodi, atmosfären, stämningen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lentäminen, lähettää, ilmapiiri, henki, merkintä, tunnelma, ilma, äänilaji, sävel, tuulettaa, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
atmosfære, melodi, nuance, luft, tone, atmosfæren, stemning
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odstín, ovzduší, vyvětrat, vítr, zvuk, ventilovat, nápěv, vzezření, klima, vzdušný, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pieśń, przewietrzyć, atmosfera, tonacja, brzmienie, nastrajać, odcień, barwa, melodia, tonować, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korán, viselkedés, atmoszféra, hangszínezet, hangszín, arckifejezés, hanghordozás, fellépés, lég, ária, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ezgi, not, asman, ton, melodi, hava, atmosfer, esinti, meltem, bir atmosfer, ...
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
повітряна, настрій, атмосфера, набудовувати, повітряне, тон, повітря, повітряний, настроювати, обстановка, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ton, dërgoj, ajros, atmosfera, atmosferë, atmosferë të, atmosfera e, atmosferën
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тон, въздух, атмосфера, обстановка, атмосферата, среда
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атмасфера, атмасфэра
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
atmosfäär, toon, varjund, oravanahk, õhk, õhkkond, atmosfääri, atmosfääris, õhkkonnas
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugođaju, provjetravati, povjetarac, boja, nota, atmosferu, zrakom, prizvuk, ugođaj, prilike, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
loft, andrúmsloftið, andrúmsloft, andrúmslofti, stemning
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ær, aer
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
arija, tonas, atmosfera, oras, melodija, atspalvis, gaida, vėjelis, atmosferą, aplinka, ...
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nots, gaiss, melodija, tēma, nokrāsa, tonis, vēsma, ārija, atmosfēra, atmosfēru, ...
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воздухот, атмосферата, атмосфера
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nuanţă, ton, aer, briză, transmite, arie, atmosferă, atmosfera, atmosferă de, o atmosferă, ...
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zrak, atmosféra, vzdušje, tón, atmosfera, ozračje, atmosfero, vzdušju
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tón, ovzduší, atmosféra, pneumatický, nafukovací, vzduch, letecký, atmosféru, atmosféry
Στατιστικά δημοτικότητας: ατμόσφαιρα
Τυχαίες λέξεις