Λέξη: αρμοδιότητα
Σχετικές λέξεις: αρμοδιότητα
αρμοδιότητα πρωτοδικείου πειραιώς, αρμοδιότητα συνώνυμο, αρμοδιότητα πρωτοδικείου πειραιά, αρμοδιότητα διοικητικού εφετείου, αρμοδιότητα δου, αρμοδιότητα ειρηνοδικείου, αρμοδιότητα μονομελούς εφετείου, αρμοδιότητα πολυμελούς, αρμοδιότητα στε, αρμοδιότητα ειρηνοδικείου αθηνών
Συνώνυμα: αρμοδιότητα
καταλληλότητα, αρμοδιότης, υγεία, δραστηριότητα, δραστικότητα, απασχόληση, χημική διαστηριότητα, δεξιότητα, ορθότητα, κοσμιότητα, κοσμιότης, συνάφεια, σχέση, σχετικότης, σχετικότητα, γνώση, ενημερότης, ενημερότητα, δικαιοδοσία, ικανότητα, επάρκεια, εισόδημα, ικανότης, αιρετότης, αιρετότητα, επιτηδειότητα
Μεταφράσεις: αρμοδιότητα
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
province, competence, domain, jurisdiction, responsibility, power, competence of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
heredad, dominio, competencia, provincia, estado, competencias, la competencia, competencia de, de competencia
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amtsbefugnisse, zuständigkeit, staat, territorium, domäne, provinz, definitionsbereich, wissensgebiet, kugel, kompetenz, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
domaine, région, branche, sphère, terrain, attribution, territoire, richement, marge, province, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dominio, provincia, competenza, competenze, la competenza, di competenza, competente
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
províncias, esfera, província, se, si, território, competência, competências, a competência, de competência, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gewest, goed, territorium, grondgebied, omgeving, ban, provincie, territoir, staat, gouw, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грамотность, имение, ветвь, периферия, достаток, отрасль, владение, дееспособность, компетенция, государство, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
distrikt, provins, kompetanse, kompetansen, kompetanseutvikling
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
provins, län, område, landskap, kompetens, behörighet, behörighets, kompetensen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maatila, kilpailukyky, toimivalta, tilus, kenttä, kyvykkyys, seutu, taito, määrittelyjoukko, pätevyys, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
provins, kompetence, kompetenceområde, beføjelser, kompetencer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
doména, kompetence, území, obor, příslušnost, působiště, oblast, kraj, venkov, provincie, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
domena, gestia, zamożność, panowanie, wiedza, dziedzina, fachowość, znajomość, zakres, kompetencja, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hatáskör, tartomány, értéktartomány, hozzáértés, hatáskörébe, kompetencia, hatásköre, hatáskörét
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alan, toprak, küre, il, hükümet, yetki, devlet, yeterlik, yetkinlik, yeterlilik, ...
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
забезпечення, компетенція, область, сфера, маєток, володіння, уміння, забезпечування, здібність, домен, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kompetencë, kompetenca, kompetencën, kompetencë e, kompetencës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
компетенция, владения, провинция, компетентност, компетентността, компетенции
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кампетэнтнасць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
määramispiirkond, kompetentsus, provints, haldusala, pädevus, valdus, pädevuse, pädevust, pädevusse, pädevuses
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
područje, ekvivalencija, predio, imanje, pokrajina, nadležnosti, periferija, oblast, provinciju, ovlast, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæfni, færni, hæfi, valdsvið, hæfni til
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
provincia
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kompetencija, kompetencijos, kompetenciją, kompetencijai, gebėjimai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sfēra, kompetence, kompetenci, kompetencē, kompetences, prasme
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
државата, надлежност, компетентност, надлежноста, компетентноста, компетенција
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
provincie, sferă, competență, competența, competenței, competențe, competenta
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
doména, obor, področje, oblast, sféra, kompetence, pristojnost, usposobljenost, kompetenca, pristojnosti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
doména, provincie, sféra, obor, kompetencie, právomoci, kompetencií, kompetencia, spôsobilosti
Στατιστικά δημοτικότητας: αρμοδιότητα
Τυχαίες λέξεις