Λέξη: απορρίμματα
Σχετικές λέξεις: απορρίμματα
απορρίμματα στη θάλασσα, απορρίμματα σχέδιο δράσης, απορρίμματα και ανακύκλωση, απορρίμματα σχέδιο μαθήματος, απορρίμματα φύλλα εργασίας, απορρίμματα συνώνυμα, απορρίμματα εκπαιδευτικό υλικό, απορρίμματα αττικήσ, απορρίμματα υπάρχουν λύσεισ, απορρίμματα λεξικό
Συνώνυμα: απορρίμματα
ακαθαρσία λιωμένου μετάλλου, εντόσθια, άχρηστα κρέατα, σκουπίδια, σκύβαλα
Μεταφράσεις: απορρίμματα
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
litter, trash, refuse, waste, wastes, scrap
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
camilla, andas, basura, la basura, de basura, papelera, basura de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sänfte, straßenabfall, wurf, liter, Müll, Abfall, Papierkorb, Trash
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
salir, portée, brancard, nichée, litière, déchets, poubelle, ordures, corbeille, détritus
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lettiga, barella, rifiuti, spazzatura, immondizia, cestino, dei rifiuti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lixo, de lixo, lixeira, o lixo, trash
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afval, draagbaar, uitschot, prullenbak, vuilnis, trash
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
носилки, нагрязнить, мусорить, подстилка, потомство, паланкин, сорить, сор, литр, помет, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kull, søppel, trash, papirkurven, søppelet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bår, skräp, trash, papperskorgen, soporna, sopor
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pahnat, poikue, roskat, romu, roskata, moska, ripotella, roska, roskakoriin, trash, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trash, papirkurven, affald, papirkurv, skraldespanden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nosítka, znečistit, odpadky, smetí, trash, koše, odpad
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaśmiecenie, podściółka, miot, barłóg, śmiecie, zaśmiecanie, śmiecić, śmieci, podesłać, zaśmiecać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hordszék, alom, hordágy, szemét, szemetet, szemetes, trash, szemétbe
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çöp, Trash, çöp Kutusu, çepel, çöp Kovaları
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
літри, літанія, сміття
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plehra, mbeturina, trash, plehra të, hedhurinat
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
носилки, боклук, кошчето, отпадъци, боклука, боклуци
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
смецце, сьмецьце
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pesakond, põhk, allapanu, rämps, prügi, praht, prügikasti, prügikast
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nered, rasturiti, prostrti, smeće, đubre, otpaci, ološ, otpadak
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rusl, rugl, Trash, ruslið, rugl að
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lectica
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šiukšlės, šiukšlių, trash, šiukšliadėžės, šiukšlinę
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atkritumi, krāmi, atliekas, trash, miskastes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ѓубре, ѓубрето, отпадоци, за отпадоци, отпад
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gunoi, de gunoi, gunoiul, coș de gunoi, gunoaie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lir, trash, smeti, smetnjak, smet
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odpadky, odpad, odpadkami, odpady, smeti
Στατιστικά δημοτικότητας: απορρίμματα
Τυχαίες λέξεις