Λέξη: αποκλείω
Σχετικές λέξεις: αποκλείω
αποκλείω ετυμολογια, αποκλείω κλίση, αποκλείω dictionary, αποκλείω μετάφραση, αποκλείω αγγλικά, αποκλείω συνώνυμα
Συνώνυμα: αποκλείω
απομονώ, απομονώνω, κωλύω, δεν συμπεριλαμβάνω, κατάσχω, προβαίνω σε κατάσχεση
Μεταφράσεις: αποκλείω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
eliminate, preclude, ban, exclude, debar, count out, seclude
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
excluir, impedir, vedar, prohibir, prevenir, suprimir, prohibición, exceptuar, eliminar, excomulgar, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausradieren, verhindern, ausrotten, vorbeugen, verbieten, ausschließen, eliminieren, verbot, verweisen, hindern, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
écarter, prohibition, excluez, éliminons, damner, interdit, défendre, exil, excluons, interdiction, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vietare, prevenire, bando, escludere, proibizione, precludere, rimuovere, proibire, divieto, interdizione, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eliminar, desqualificar, afastar, undécima, liquidar, exaltamento, exclua, excluir, proibições, elimine, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbod, verhoeden, afvoeren, elimineren, uitsluiten, voorkomen, uitschakelen, verbieden, sluiten, te sluiten, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уничтожить, изымать, бон, истребить, предотвращать, исключать, вдвигать, отвращать, отвлечь, ликвидировать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forby, utelukke, forebygge, eliminere, hindre, fjerne, forhindre, forbud, ekskludere, inkluderer, ...
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förbjuda, förbud, utesluta, avstyra, exklusive, utesluter, är exklusive, undanta
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kieltäminen, lopettaa, torjua, estää, sensuroida, häätää, tappaa, poistaa, kieltää, karsia, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbud, udelukke, udelukker, eksklusive, udelukkes, undtage
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyloučit, zakazovat, vykázat, předejít, klatba, vyhladit, odstranit, zlikvidovat, vyhoštění, odstraňovat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
interdykt, likwidować, eliminować, przeklinać, zakazywać, zabraniać, zapobiegać, wyłączać, wykluczać, bluźnić, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megtiltás, kizár, zárja ki, zárja, kizárja, kizárni
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yasak, engellemek, önlemek, yasaklamak, dışlamak, hariç, dahil değildir, dahil, dışarıda
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знищити, прокляття, клятьба, ліквідувати, проклін, заборона, виключити, точність, заборонити, виключіть, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përjashtoj, përjashton, përjashtojnë, përjashtojë, të përjashtuar
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
запрещение, забрана, изключвам, изключва, изключи, изключат, изключват
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абараняць, выключаць, выняткоўваць, выключыць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keelustama, elimineerima, välistama, takistama, kõrvaldama, keeld, välistada, välista, jätta, välja jätta
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zabranu, uklanjati, isključivati, odstraniti, isključivanje, eliminirati, ukinuti, spriječiti, onemogućavati, bana, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bann, án, er án, allir, útiloka, að útiloka
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
excludo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išskirti, pašalinti, neįtraukti, įskaitant, netaikyti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizliegums, izslēgt, neietver, tās neietver, izslēgtu, izslēdz
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
исклучи, исклучува, се исклучат, исклучат, исклучуваат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
interzicere, exclude, excludă, exclud, excluderea, a exclude
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nakazat, odstranit, nakaz, nakazovat, izključujejo, izključuje, izključi, izključiti, izključitev
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vylúčiť, zákaz, vyňať, vylúčené, odstrániť, vylúčenie
Τυχαίες λέξεις