Λέξη: αποδυναμώνω

Σχετικές λέξεις: αποδυναμώνω

αποδυναμώνω συνώνυμα, αποδυναμώνω αντωνυμο, αποδυναμώνω συνώνυμο

Συνώνυμα: αποδυναμώνω

εξασθενώ, αδυνατίζω, εξασθενίζω, κάνω πτωχόν

Μεταφράσεις: αποδυναμώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
weaken, impoverish
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enflaquecer, postrar, debilitar, empobrecer, empobrecer a, empobrecen, empobrecería, empobreciendo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwächen, abschwächen, sabotieren, schwachen, untergraben, arm machen, auspowern, verarmen, Verarmung, arm
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
diminuer, faiblir, défaillir, émousser, affaiblissez, languir, alanguir, relâcher, affaiblissent, amoindrir, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attenuare, indebolire, infiacchire, affievolire, debilitare, fiaccare, impoverire, impoveriscono, impoverisce, impoverirebbe, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fraco, enfraquecer, débil, enfraqueça-se, empobrecer, empobrece, empobrecê, empobrecer a, empobreceria
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fnuiken, verzwakken, aanlengen, verarmen, verarming, armer, verarming van, verarmt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ослабевать, захиреть, ослаблять, гаснуть, ослабить, слабеть, хиреть, расслаблять, понизиться, поддаваться, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svekke, fattigere, fattig, utarme, utarmer, impoverish
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avmatta, försvaga, matta, utarma, utarmar, fattigare, att utarma, utarmas
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raueta, tuhota, sabotoida, pettää, laimentaa, asettua, heikentää, köyhdyttää, köyhdyttävät, köyhdytä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forarme, fattigere, forarmer, udpine, ruinere
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oslabit, zeslabit, ochabnout, slábnout, oslabovat, zeslábnout, ochudit, ochuzuje, zbídačit, ožebračit, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
osłabnąć, nadwątlić, rozwodnić, osłabiać, osłabić, słabnąć, zubożyć, zubożenia, zubaża, zuboża, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leszegényedik, elszegényít, elszegényíti, szegényebbé, szegényíti
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zayıflatmak, yoksullaştıran, yoksullaştıracak, yoksullaştırma, impoverish
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
легкодухий, малодушний, збіднювати, збіднює, обідняти
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dobësohem, dobësoj, shkretoj, vobekësoj, zhveshur, varfërojë, të shkatërrojë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
осиромашавам, изтощавам, изчерпвам, лишавам от интерес
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
збядняе, збяднелі, збяднеў, збядняецца, збядняюць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaeseks tegema, vaesemaks, vaesestame, neid vaesemaks, vaesestada
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smanjiti, oslabiti, osiromašiti, osiromašuju, osiromašuje, osiromašenje, iscrpsti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
féfletta, impoverish, að féfletta, þess að féfletta
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
castro
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuskurdinti, nuskurdintų, skurdina, skurdinti, skurdžiais padaryti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noplicināt, tos nabadzīgākus, nabadzīgākus, iedragāt, padarīs tos nabadzīgākus
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осиромаши, осиромашува, осиромашуваат, го осиромаши, лишавам
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sărăci, sărăcesc, sărăcească, sărăcește, saracirea
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oslabit, osiromaši, siromaši, siromašijo, jih osiromaši, Osiromašiti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ochudobniť, ukrátiť
Τυχαίες λέξεις