Λέξη: απαλλοτρίωση

Σχετικές λέξεις: απαλλοτρίωση

απαλλοτρίωση αναγνώριση δικαιούχου, απαλλοτρίωση ορισμός, απαλλοτρίωση english, απαλλοτρίωση στα αγγλικά, απαλλοτρίωση συνώνυμο, απαλλοτρίωση μετάφραση, απαλλοτρίωση super market στον βύρωνα, απαλλοτρίωση σούπερ μάρκετ στον βύρωνα, απαλλοτρίωση διαδικασία, απαλλοτρίωση οικοπέδου

Μεταφράσεις: απαλλοτρίωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
expropriation, compulsory purchase, expropriation of, acquisition, an expropriation
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
expropiación, la expropiación, de expropiación, expropiaciones, expropiación de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zwangsenteignung, Enteignung, Enteignungs, Enteignungen, Expropriation, die Enteignung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
emprise, dépossession, expropriation, l'expropriation, d'expropriation, une expropriation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esproprio, espropriazione, espropri, l'espropriazione, espropriazioni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
expropriação, desapropriação, a expropriação, expropriações, de expropriação
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onteigening, de onteigening, onteigeningen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отчуждение, экспроприатор, выпуск, экспроприация, экспроприации, экспроприацию, экспроприацией
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekspropriasjon, ekspropriasjons, ekspropriering, ekspropriasjonen, oreigning
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
expropriation, expropriering, expropriationen, exproprieringen, expropriera
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakkolunastus, pakkolunastusta, pakkolunastuksesta, pakkolunastuksen, pakkolunastukseen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekspropriation, ekspropriering, ekspropriationen, eksproprieringen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyvlastnění, vyvlastňování, vyvlastněním, o vyvlastnění
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wywłaszczenie, wywłaszczanie, zagarnięcie, ekspropriacja, wywłaszczenia, wywłaszczeniem, wywłaszczeniu, konfiskata
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eltulajdonítás, kisajátítás, kisajátítási, a kisajátítás, kisajátítást, kisajátítással
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kamulaştırma, kamulaĢtırma, istimlak, kamulaştırılması
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відчужування, експропріація, відчуженість, експропріації
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpronësim, shpronësimi, shpronësimit, e shpronësimit, eksproprijim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
експроприиране, отчуждаване, експроприация, отчуждаването, изземване
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
экспрапрыяцыя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sundkoormis, sundvõõrandamine, taasvõõrandamine, sundvõõrandamise, sundvõõrandamist, sundvõõrandamisest, sundvõõrandamisega
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvlaštenje, eksproprijacija, izvlaštenja, izvlaštenjem, izvlaštenju
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eignarnám, eignarnámi, eignarnámi og
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ekspropriacija, nusavinimas, konfiskavimas, ekspropriacijos, nusavinimą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekspropriācija, atsavināšana, ekspropriāciju, piespiedu atsavināšana, ekspropriācijas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
експропријација, експропријацијата, за експропријација, експропријација на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
expropriere, exproprierea, exproprierii, de expropriere, exproprieri
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razlastitev, razlastitve, razlastitvijo, razlastitvi, za razlastitev
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyvlastnenie, vyvlastnenia, vyvlastnení, vyvlastneniu, vyvlastnením

Στατιστικά δημοτικότητας: απαλλοτρίωση

Τυχαίες λέξεις