Λέξη: αξιόλογος

Σχετικές λέξεις: αξιόλογος

αξιόλογοσ μεταφραση, αξιόλογος english, αξιόλογος συνώνυμο, αξιόλογος συνώνυμα

Συνώνυμα: αξιόλογος

μεγάλος, μέγας, μεγαλόσωμος, χονδρός, αξιοσημείωτος, επίσημος, σημαντικός, αξιέπαινος, άξιος

Μεταφράσεις: αξιόλογος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
substantial, considerable, notable, meritorious, remarkable, appreciable, worthy
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
considerable, macizo, fuerte, sólido, sensible, importante, notable, notables, destaca, destacable, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beachtlich, wesentlich, erheblich, fest, substantiell, haltbar, beträchtlich, stattlich, kräftig, massiv, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
massif, aisé, sortable, opulent, marquant, riche, alimentaire, considérable, assuré, nutritif, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ragguardevole, considerevole, sostanziale, solido, forte, vistoso, sostanzioso, importante, consistente, essenziale, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
considerável, sólido, notável, notáveis, destaca, digno de nota
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
flink, geruim, vast, hecht, massief, gedegen, aanzienlijk, belangrijk, solide, aanmerkelijk, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
содержательный, твердый, усиленный, состоятельный, сытный, крепкий, реальный, существенный, важный, большой, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betydelig, massiv, fast, sterk, solid, bemerkelsesverdig, bemerkelsesverdige, kjent, merkbar, kjente
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
betydlig, avsevärd, betydande, ansenlig, fast, stadig, gedigen, solid, anmärkningsvärd, noter, ...
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huomattava, olennainen, melkoinen, oleellinen, tukeva, aikamoinen, merkityksellinen, roima, merkittävä, merkittäviä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bemærkelsesværdig, bemærkelsesværdige, bemærkelsesværdigt, markant, betydelig
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výživný, zámožný, obsažný, značný, významný, nemalý, vydatný, význačný, důkladný, podstatný, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
istotny, pożywny, odżywczy, konkretny, zamożny, merytoryczny, rzeczywisty, pewny, poważny, pokaźny, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vagyonos, nevezetes, figyelemre méltó, jelentős, méltó, említésre méltó
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sağlam, sıkı, önemli, devamlı, dayanıklı, katı, dikkate değer, kayda değer, dikkat çekici, dikkat çeken
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
значний, заможний, чималий, поживний, суттєвий, реальний, помітний, помітне
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dukshëm, dukshëm, dukshme, të dukshëm, e dukshme
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
забележителен, бележит, забележително, отличава, забележителна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моцны, прыкметны, заўважны, прыкметную, адметны, прыкметнае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märkimisväärne, mahukas, kaalukas, tähelepanuväärne, märkimisväärset, märkimisväärseid, märkimisväärsed
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosta, solidan, znatno, izobilan, bitan, važan, znatan, stvaran, značajan, priličan, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
talsverður, umtalsverður, athyglisverð, áberandi, þekktur, eftirtektarvert, athyglisvert
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žymus, grynas, pastebimas, išsiskiria, įsidėmėtina, pastebima
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ievērojams, ievērojama, izceļas, nozīmīgs, jāatzīmē
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
забележлив, забележителен, значајни, забележително, забележлива
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
masiv, notabil, notabilă, notabile, notabila, remarcat
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opazna, opazen, znan, opazno, opazne
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podstatný, významný, značný, závažný, pozoruhodný, pozoruhodné
Τυχαίες λέξεις