Λέξη: αντιπαράθεση
Σχετικές λέξεις: αντιπαράθεση
λεκτική αντιπαράθεση, σε αντιπαράθεση, αντιπαράθεση συνώνυμα, αντιπαράθεση ομορριζα, αντιπαράθεση ετυμολογία, αντιπαράθεση english, αντιπαράθεση άδωνι-φοιτητή, αντιπαράθεση σημασία, διαλογική αντιπαράθεση, αντιπαράθεση λεξικο
Συνώνυμα: αντιπαράθεση
αντιδιαστολή
Μεταφράσεις: αντιπαράθεση
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clash, contest, juxtaposition, confrontation, debate, controversy, conflict
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
debate, contienda, colisión, competición, certamen, competencia, concurso, chocar, yuxtaposición, encuentro, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kampf, wettbewerb, zusammenprallen, gerassel, wettkampf, kollidieren, plänkelei, zusammenstoß, nebeneinanderstellung, reihung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
escarmouche, concours, tamponnement, partie, carambolage, combat, rencontre, s'entrechoquer, comparaison, compétition, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
competizione, gara, concorso, tenzone, lotta, contestare, urto, giustapposizione, accostamento, contrapposizione, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contestar, certame, concorrência, concurso, justaposição, sobreposição, a justaposição
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wedstrijd, concours, concurrentie, match, naast elkaar plaatsing, juxtapositie, naast elkaar, nevenschikking, naast elkaar plaatsen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
громыхать, стычка, стук, состязание, соприкосновение, сопоставление, гул, оспаривать, оспорить, лязг, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konkurranse, sammenstilling, sidestilling, sammenstillingen, stillingen, stilling
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tävlan, tävling, juxtaposition, sammanställning, placering sida vid sida, juxtapositionen, intill varandra
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tälli, kahakka, ottelu, kisa, kilvoittelu, kärhämä, skaba, mittelö, riidellä, kilpailu, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konkurrence, strid, sammenstilling, sidestilling, sammenstillingen, sidestillingen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
závodit, třesk, střetnutí, soutěž, náraz, juxtapozice, boj, přirovnání, napadnout, popírat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szczęk, spierać, olimpiada, ubiegać, podważenie, rywalizacja, starcie, zderzyć, zatarg, rozbieżność, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fecsegés, határosság, recsegés-ropogás, nézeteltérés, érdekellentét, visszhangzás, egymás mellé helyezés, egymás mellé, egymás mellé helyezése, egymás mellett
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çarpışmak, yarışma, dizme, yan yana, juxtaposition, yan yana koyma, bir yan yana
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зіставлення, зіткнутися, змагатися, конкурс, зштовхнутися, суперечка, зіткнення, змагання, гуркіт, порівняння, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndeshje, ndeshem, ballafaqim, pranëvënia, pranëvënie
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съпоставяне, съпоставка, противопоставяне, съпоставянето, съпоставката
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супастаўленне, параўнанне, супастаўленьне, супастаўлення
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võitlus, kokkupõrge, kõrvutamine, kõrvutamisele, kõrvutiseadmine, üksteise kõrvale asetamise, rinnastatus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
natjecanje, sudar, takmičenje, borba, sukob, jukstapozicija, suprotstavljanje, srastanje, supostavljanje, jukstapoziciji
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
juxtaposition
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
certamen
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
varžybos, rungtynės, konkursas, turnyras, sugretinimas, greta egzistuojančios, sujungimas, veikiau greta egzistuojančios, priešpastatymas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sacensība, sacīkstes, salīdzināšana, pretstatījums, sastatījums, pretnostatījumu, savietošanai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јукстапозиција, редење, спротивставеност, спротивставување, сооднос
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
juxtapunere, juxtapunerea, alăturare, suprapunere, juxtaposition
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
konflikt, postavljanje, soočenja, vzporedna postavitev, vzporejanje, jukstapozicija
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konflikt, juxtapozice
Τυχαίες λέξεις