Λέξη: ανακόπτω
Συνώνυμα: ανακόπτω
αναχαιτίζω, αντικρούω, αναστέλλω, αναρτώ, διακόπτω, συλλαμβάνω εις τον δρόμον, συλλαμβάνω στο δρόμο, παρεμποδίζω
Μεταφράσεις: ανακόπτω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intercept, check, stem
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cheque, interceptar, jaque, comprobar, tallo, vástago, tronco, madre, vástago de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kontrolle, test, prüfen, abfangen, einhalten, hindernis, garderobenmarke, abgeben, karo, scheck, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inspecter, endiguer, enrayent, réviser, concorder, interceptons, enrayer, vérifier, inspection, supervision, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scacco, esaminare, intercettare, arginare, verificare, stelo, gambo, fusto, staminali, radice
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
interceda, intervir, verificação, interceptar, travar, verificar, fiscalizar, interceder, inspeccionar, deter, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betomen, bedwingen, beteugelen, steel, stam, stengel, stamcellen, stuurpen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
осаживать, клетка, проверить, свериться, контролировать, шах, перехватывать, квитанция, задержка, поверка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjekk, stilk, stem, stammen, Spindel
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kontramärke, stam, stammen, skaftet, skaft
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rakoilla, katkaista, pidäke, tauko, ravintolalasku, varsi, varren, korsi, kantasolujen, karan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bankanvisning, check, stilk, stamceller, stængel, stilken, stammen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odříznout, kontrola, dohled, známka, účtenka, zarazit, přerušit, revize, přezkoušet, ověření, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprawdzanie, wymeldować, przejmować, zagradzać, szach, kontrola, zameldowanie, skontrolować, zatrzymać, badać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pepita, feladóvevény, zseton, megakasztás, hajszálrepedés, hepehupaság, csekk, irányítófej, sakk, kalapácstompító, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kök, sapı, sap, gövde, stem
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перевірка, заступитися, рахунок, лік, рахівниці, лічення, шах, стебло, стебла
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kontrolloj, kërcell, rrjedhin, burimore, staminale, embrionale
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проверка, чек, съдържание/състав, стебло, ствол, стволови, стъбло, на стволови
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сцябло, сцябліна, стебель
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peatuma, tekk, märgistama, vars, varre, tüvirakkude, varras, tüvi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prekinuti, provjerava, nadzorni, provjeravati, presresti, sjecište, provjerite, stabljika, matičnih, stručak, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stilkur, stofnfrumna, stofnfrumuígræðslu, stofnfrumustofhsins í, stofnfrumustofhsins
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čekis, tikrinimas, tikrinti, išbandyti, derėti, tikti, stiebas, kotas, kamieninių, kamienas, ...
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
čeks, kāts, stumbrs, cilmes, stumbra, mātes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стем, матични, матичните, стеблото, на матични
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cec, probă, tijă, tulpină, stem, tijei, tulpina
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
steblo, izvornih, stebla, matičnih, zarodnih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stonka, stonku, stonky, stopka
Τυχαίες λέξεις