Λέξη: ανάγλυφος
Σχετικές λέξεις: ανάγλυφος
ανάγλυφος χάρτης ελλάδος, ανάγλυφοσ συνώνυμα, ανάγλυφος χάρτης, ανάγλυφοσ τοίχοσ
Μεταφράσεις: ανάγλυφος
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
relief, repousse, embossed, a relief, in relief
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alivio, asistencia, repujado, repujada, repujados, repousse, repoussé
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
relief, hilfe, substitut, entsatz, linderung, ablösung, erleichterung, ersatzmann, unterstützung, repousse, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assistance, atténuation, subside, soutien, secours, adoucissement, subvention, aide, radoucissement, soulagement, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
soccorso, sollievo, risalto, rilievo, sussidio, repousse, sbalzo, a sbalzo, sbalzato, repoussé
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
servidão, repousse, do repousse, repoussé
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijstand, hulp, erfdienstbaarheid, reliëf, ondersteuning, reliëf op metaal, repousse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рельефность, подкрепление, развод, смена, контраст, увольнение, успокоение, рельефный, перемена, облегчение, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lettelse, hjelp, unnsetning, Repoussé
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
understöd, bistånd, lättnad, hjälp, repousse, RELIEF
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nautintaoikeus, vaja, apu, kohokuva, helpotus, lievennys, rasite, kevennys, Repousse
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
repousse
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úleva, útěcha, podpora, ulehčení, pomoc, odlehčení, výpomoc, reliéf, posila, tepané, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmiana, wsparcie, wybranie, odsiecz, podcięcie, ukojenie, zapomoga, złagodzenie, ulga, relief, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szivárgó, megkönnyebbülés, felmentés, felszabadítás, áteresz, hátraesztergálás, szegénygondozás, nyomorenyhítés, szegénysegélyezés, enyhülés, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yardım, kakma işi, repousse, repoussé, repoussédir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
земля, штампований
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reliev, i vulosur, vulosur
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щампован, обков, Запазена е обкованата, обкованата, изработен в релеф
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штампаваны, штампаваць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reljeef, vabastus, abi, kohrutus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomoć, potpora, oslobođenje, iskucanoga
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
huggun, repousse
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reljefas, Reljefinės, Štampavimas, Tłoczony, Stampošana, Bareljefas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pabalsts, reljefs, palīdzība, bareljefs, stampošana, štancēšana
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
направена во суви
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ajutor, relief, repousse, repoussé
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plastika, repousse
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obrys, plastika, tepané, tepanej, tepanie
Τυχαίες λέξεις