Wealthy στα ελληνικά
Μετάφραση: wealthy, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύπορος, πλούσιος, ευκατάστατος
Μεταφράσεις
- anti-semitic στα ελληνικά - αντισημιτικών, αντισημιτικού, αντισημιτική, αντισημιτικές, αντισημιτικής
- awe στα ελληνικά - δέος, δέους, το δέος, δέο, προκαλεί δέος
- bagels στα ελληνικά - κουλούρια, φραντζολάκια, μπέιγκελ, μπάγκελ
Τυχαίες λέξεις
Wealthy στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύπορος, πλούσιος, ευκατάστατος
Μεταφράσεις: εύπορος, πλούσιος, ευκατάστατος