Skilful στα ελληνικά
Μετάφραση: skilful, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, έντεχνος, επιτήδειος, επιδέξιος, πιο ικανός, επιδέξια, επιδέξιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arrestment στα ελληνικά - σύλληψη
- bandwidth στα ελληνικά - εύρος ζώνης, το εύρος ζώνης, εύρους ζώνης, εύρος
- blindly στα ελληνικά - τυφλά
Τυχαίες λέξεις
Skilful στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, έντεχνος, επιτήδειος, επιδέξιος, πιο ικανός, επιδέξια, επιδέξιο
Μεταφράσεις: ικανός, έντεχνος, επιτήδειος, επιδέξιος, πιο ικανός, επιδέξια, επιδέξιο