Pen στα ελληνικά

Μετάφραση: pen, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στυλό, μάντρα
Pen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acheron στα ελληνικά - Αχέροντα, Αχέροντας, Αχέρων, του Αχέροντα, Acheron
  • anarcho-syndicalism στα ελληνικά - αναρχο, αναρχοπάνκ, ο αναρχο, αναρχοκομμουνιστές, οι αναρχο
  • approached στα ελληνικά - πλησίασε, προσέγγισε, προσέγγισαν, προσεγγίζεται, προσεγγιστεί
Τυχαίες λέξεις
Pen στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στυλό, μάντρα