Λέξη: έκδοση

Σχετικές λέξεις: έκδοση

έκδοση αφμ, έκδοση πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, έκδοση ταυτότητας, έκδοση κάρτας ανεργίας, έκδοση διαβατηρίου δικαιολογητικά 2014, έκδοση κλειδάριθμου, έκδοση ποινικού μητρώου, έκδοση διαβατηρίου θεσσαλονίκη, έκδοση ασφαλιστικής ενημερότητας ικα, έκδοση διαβατηρίου, έκδοση διαβατηρίου δικαιολογητικά

Συνώνυμα: έκδοση

ζήτημα, τεύχος, έξοδος, έκβαση, γένος, εκπομπή, δημοσίευση, δημοσίευμα

Μεταφράσεις: έκδοση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
publication, issue, edition, issuance, version
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
publicación, edición, problema, cuestión, tema, asunto, emisión
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verlagswesen, publikation, veröffentlichung, bekanntgabe, ausgabe, Problem, Frage, Thema, Problem zu
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
livraison, parution, proclamation, édition, délivrance, insertion, extradition, promulgation, publication, question, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pubblicazione, notifica, editoria, problema, questione, rilascio, numero, emissione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adro, publicação, edição, praça, questão, problema, emissão, assunto
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
publicatie, openbaarmaking, afkondiging, uitgave, probleem, kwestie, afgifte, uitgifte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
появление, опубликование, выпуск, официоз, печатание, издание, оглашение, обнародование, публикация, проблема, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
publikasjon, utgivelse, problemet, utstedelse, sak, problem, spørsmålet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fråga, emission, frågan, utfärdandet, problem
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kustantaminen, kustanne, kustannus, julkaisu, julkaisutoiminta, julkistaminen, julkaiseminen, kysymys, ongelma, asia, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spørgsmål, problem, emne, spørgsmålet, udstedelse
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
publikace, vyhlášení, uveřejnění, vydání, problém, otázka, číslo, otázkou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
publikacja, wydawanie, publikator, wydanie, ogłoszenie, problem, kwestia, emisja, zagadnienie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiadvány, közlemény, kérdés, kérdést, probléma, kérdése, kérdését
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yayın, sorun, sorunu, konu, bir sorun
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шинкарі, проблема, проблему
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çështje, çështja, çështje e, problem, çështja e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
издание, издаване, емисия, въпрос, проблем
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праблема
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
avaldamine, väljaanne, trükis, teema, küsimus, küsimust, küsimuses, väljaandmise
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izdanje, publikacija, pitanje, problem, pitanja pronalaska, tema, pitanju
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mál, málið, tölublað, útgáfu, málefni
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
promulgatio
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
emisija, išleidimas, išduoti, klausimas, problema
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdevums, publicēšana, publikācija, izdot, jautājums, jautājumu, problēma
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прашање, прашањето, проблем, издавање, ова прашање
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
publicare, emisiune, problemă, cauză, chestiune, litigiu
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vprašanje, izdaja, problem, izdajo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
problém, problémom, ich, problému, problémy

Στατιστικά δημοτικότητας: έκδοση

Τυχαίες λέξεις