Λέξη: άτομο
Σχετικές λέξεις: άτομο
άτομο με εισόδημα κάτω του αφορολόγητου ορίου, άτομο και οικογένεια στην ομηρική κοινωνία, άτομο υδρογόνου, άτομο φροντιστήριο πάτρα, άτομο οξυγόνου, άτομο παρφαί - ζωρζ πιλαλί στίχοι, άτομο συνώνυμα, άτομο ηράκλειο, άτομο και μόριο, άτομο και κοινωνία
Συνώνυμα: άτομο
ελάχιστο μόριο, πρόσωπο, υποκείμενο
Μεταφράσεις: άτομο
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
atom, person, individual, man, subject
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
persona, individual, privado, partícula, individuo, personas, persona que, la persona
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
atom, mensch, teilchen, einzelperson, person, individuum, partikel, individuell, eigenwillig, einzelwesen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mortel, individuel, particule, singulier, atome, personnage, personne, grain, curieux, humain, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
individuo, particella, individuale, persona, briciolo, singolo, atomo, particola, persone, persona a, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
persistente, pessoal, indivíduo, átomo, personagem, indiferente, partículas, pessoa, sujeito, pessoas, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
menselijk, personage, knul, hoofdelijk, deeltje, enkeling, persoon, vent, atoom, kerel, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
человек, единоличный, личность, особа, персона, дифференцированный, крупица, облик, очкарик, отдыхающий, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
individ, atom, individuell, partikkel, person, personen, personer, person for
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
individuell, personlig, enskild, individ, atom, person, personen, person som, personer, människa
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyyppi, yksilö, hiukkanen, epäsovinnainen, atomi, yksilöllinen, henki, henkilö, henkilön, henkilöä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
partikel, person, dødelig, atom, personer, persons
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zvláštní, zrnko, částice, jednotlivec, individuální, člověk, postava, jednotlivý, jedinec, svérázný, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oryginał, pojedynczy, postać, indywiduum, odrobina, osobnik, osobliwy, poszczególny, jednostka, osobisty, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyén, valaki, személy, személyt, fő, személynek, személyenként
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atom, adam, bireysel, birey, kişi, kişinin, insan, bir kişi, şahıs
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нікого, атомний, особистість, зовнішність, атом, чоловік, невідворотний, людина, осіб, людей
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
individual, njeri, atomi, person, personi, person i, personi i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
частица, атом, човек, лице, лицето
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чалавек
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
indiviid, aatom, tegelane, isik, kübe, inimene, isiku, isikule
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zasebni, osoba, netko, atomska, čovjek, lice, atomski, pojedinih, atom, osoban, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einstakur, maður, einstaklingur, aðili, persóna, manneskja, sá
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
atomus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žmogus, atomas, asmuo, dalelytė, asmeniui, asmens
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cilvēks, persona, mirstīgais, daļiņa, atoms, kripatiņa, personai, personu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
атом, лице, лицето, личност, човек, личноста
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
individual, atom, muritor, particulă, persoană, persoana, persoane, persoanei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
atom, role, postava, oseba, osebo, osebi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
osoba, postava, jedinec, osobitý, jednotlivec, role, jednotlivý, osobu, osoby, úradník
Στατιστικά δημοτικότητας: άτομο
Τυχαίες λέξεις