Λέξη: άριστος

Σχετικές λέξεις: άριστος

άριστος τρόπος του αμύνεσθαι το μη εξομοιούσθαι, άριστος καμπάνης, άριστος δαμιανού, άριστος μιχαηλίδης, άριστος κεμπαπ, άριστος χρυσοστόμου, άριστος ριρής cyta, άριστος δαμιανού δικηγόρος, άριστος αριστοτέλους

Συνώνυμα: άριστος

καλύτερος, κάλλιστα, κάλλιστος, έξοχος, πρώτης τάξεως

Μεταφράσεις: άριστος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
superb, excellent, topnotch, best, optimal, tops, Outstanding
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insigne, magnífico, excelente, de primera categoría, topnotch, primera categoría, primera clase
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
herrlich, vorzüglich, vortrefflich, hervorragend, außerordentlich, ausgezeichnet, brillant, trefflich, erstklassig, spitzenmäßig, Topnotch, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brillant, splendide, éminent, insigne, exquis, distingué, remarquable, parfait, grandiose, délicieux, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eccellentissimo, magnifico, ottimo, prelibato, prim'ordine, topnotch, piaceranno, del topnotch
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
top de linha, primeira linha, topnotch, de primeira linha, do topnotch
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitmuntend, voortreffelijk, grandioos, verheven, briljant, overweldigend, prachtig, groots, Topnotch, eersteklas
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
роскошный, отменный, величественный, блестящий, восхитительный, исключительный, подробный, ладный, первосортный, блистательный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
prektig, herlig, utmerket, topnotch, prima kles-, er topnotch, svært bra
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
topnotch, förstklassig, förstklassiska, klassiska
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mainio, kelpo, ensiluokkainen, yliveto, erinomainen, oiva, etevä, suurenmoinen, oivallinen, huipputason, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
topnotch
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výborný, dokonalý, znamenitý, skvělý, vznešený, vynikající, prvotřídní, Topnotch, bezvadný
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pierwszorzędny, piękny, doskonały, wyśmienity, znakomity, doborowy, wyborny, świetny, przewyborny, przepiękny, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
klassz
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mükemmel, pırlanta, birinci sınıf, en usta, usta, en kral, kral
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прекрасно, відмінний, прекрасний, чудовий, на
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përsosur, më i miri, kulmor, miri, i miri, i miri në
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Topnotch, са първокласни
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
на вышэйшым, на найвышэйшым
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oivaline, Tipptasemel, topnotch, tippklassist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvrsni, veličanstven, izvrstan, odlična, sjajan, odličan, prvoklasan, prvoklasnost, topnotch
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ágætur, frábær, afbragðsgóður, topnotch
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
puikus, topnotch
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lielisks, topnotch
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
topnotch
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
excelent, trăsnet, topnotch, de Topnotch
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odličen, topnotch, prvorazredno, Prvoklasnost
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
znamenitý, výborný, výborne, nádherný, prvotriedny, prvotriedne, prvotriednej, prvotriednu, prvotriedna
Τυχαίες λέξεις