Λέξη: άνδρας

Σχετικές λέξεις: άνδρας

άνδρας ιχθύς, άνδρας παρθένος, άνδρας εξαφανίστηκε ξαφνικά ενώ περπατούσε, άνδρας ψάχνει άνδρα, άνδρας τοξότης, άνδρας 210 κιλών έγινε κούκλος σε 18 μήνες, άνδρας υδροχόος, άνδρας κριός, άνδρας 210 κιλών έγινε κούκλος σε 18 μήνες δεν θα πιστεύετε στα μάτια σας, άνδρας ταύρος

Συνώνυμα: άνδρας

άνθρωπος, ανήρ

Μεταφράσεις: άνδρας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
man, male, a man, men, husband
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hombre, varón, el hombre, hombre de, del hombre, al hombre
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mannsbild, menschen, menschheit, mann, bemannen, mensch, Mann, Mensch, Menschen, ein Mann, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
l'homme, homme, humanité, mâle, humains, humain, époux, mari, hommes, man
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
uomo, marito, dell'uomo, l'uomo, man, uomo di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tripular, varão, mamífero, homem, o homem, homem de, man, do homem
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mens, mensdom, man, mensheid, manspersoon, vent, de mens, mensen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
супруг, пешка, мужчина, первокурсник, игрок, премьер, слуга, работник, мужик, человек, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mann, menneske, mannen, mennesket, man
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
karl, man, människa, mannen, människan, man som
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äijä, heppu, ihmiskunta, jätkä, ihminen, mies, miestä, ihmisen, miehen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mand, menneske, manden, mennesket
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
manžel, muž, chlap, mužský, člověk, člověče, muže
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
załoga, majsterkowicz, mąż, ludzik, człowiek, obsługiwać, mężczyzna, obsadzać, zawodnik, mocarz, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
férj, ember, sakkfigura, férfi, férfit, az ember
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
insanlık, adam, erkek, insan, man, bir adam
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
матуся, людина, осіб, чоловік, людей
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
burrë, mashkull, njeri, njeriu, njeri i, dikush
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мъж, човек, мъж на, човека
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
муж, чалавек
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mees, meest, inimese, inimene, mehe
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
muž, radnik, vojnici, muškarac, čovjek, čovjeka, je čovjek, tko
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
karl, maður, drengur, karlmaður, maðurinn, mann, maðr
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
homo, vir
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vyras, žmonija, vyriškis, ponas, žmogus, vyro, moteris
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vīrietis, vīrs, cilvēks, cilvēce, man
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мажот, човек, човекот, маж
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
om, bărbat, omul, omului, barbat
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pán, mož, moški, man, človek
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
muž, zamestnanec, mužský, pán, manžel, človek, osoba

Στατιστικά δημοτικότητας: άνδρας

Τυχαίες λέξεις