Purifiai en grec
Traduction: purifiai, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
καθαριστεί, καθάρισε, καθαρίζονται, καθαρίζεται, καθαρό
Autres langues
Mots associés / Définition (def): purifiai
purifiai antonymes, purifiai grammaire, purifiai mots croisés, purifiai signification, purifiai synonyme, purifiai dictionnaire de langue grec, purifiai en grec
Traductions
- purger en grec - αιμορραγώ, απαλλάσσω, ματώνω, αποσαφηνίζω, εκκενώνω, βουρτσίζω, σκούπα, ...
- purifia en grec - καθαρισμένο, καθαρισμένα, καθαρισμένη, καθαρισμένου, καθαρισμένης
- purifiant en grec - καθαρισμός, καθαρισμού, Καθαριστική, Purifying, Καθαριστικό
- purificateur en grec - καθαρίστρια, καθαριστής, καθαρισμού, εξαγνιστή, καθαριστής του, εξαγνιστής
Mots aléatoires
Purifiai en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: καθαριστεί, καθάρισε, καθαρίζονται, καθαρίζεται, καθαρό
Traductions: καθαριστεί, καθάρισε, καθαρίζονται, καθαρίζεται, καθαρό