S'amenuiser en grec
Traduction: s'amenuiser, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συρρικνώνομαι, μειούμαι, φθίνω
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): s'amenuiser
s'amenuiser conjugaison, s'amenuiser larousse, s'amenuiser synonyme, s'amenuiser antonymes, s'amenuiser grammaire, s'amenuiser dictionnaire de langue grec, s'amenuiser en grec
Traductions
- s'amarrer en grec - βάλτος, αράζω, προσορμίζω, Μαυριτάνος, χερσότοπος
- s'amender en grec - τροποποιώ, τροποποιήσει, τροποποιεί, τροποποιούν, να τροποποιήσει, τροποποιήσουν
- s'amincir en grec - ψιλός, λιγνός, αραιώνω, αραιός, αραίωση, λέπτυνση, αραίωμα, ...
- s'amoindrir en grec - συρρικνώνομαι, μικραίνω, μειώνομαι, μειώσει, μειώνουν, μειώνει, μειωθούν, ...
Mots aléatoires
S'amenuiser en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συρρικνώνομαι, μειούμαι, φθίνω
Traductions: συρρικνώνομαι, μειούμαι, φθίνω