Prouver en grec
Traduction: prouver, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, μαρτυρία, δείχνω, στοιχεία, εμφαίνω, παράσταση, πιστοποιώ, απόδειξη, αποδεικνύω, τεκμηριώνω, διαφωνώ, διαδηλώνω, μαρτυρώ, αποδείξεις, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): prouver
comment prouver, harcelement moral, harcèlement au travail, harcèlement moral, prouver anglais, prouver dictionnaire de langue grec, prouver en grec
Traductions
- prouvant en grec - αποδεικνύοντας, αποδεικνύουν, αποδεικνύει, που αποδεικνύει, που αποδεικνύουν
- prouvent en grec - αποδεικνύω, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
- provenance en grec - προέλευση, εξαγωγή, γέννηση, γέννα, καταγωγή, οικογένεια, πηγή, ...
- provenant en grec - από, από την, από το, από τις, από τη
Mots aléatoires
Prouver en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, μαρτυρία, δείχνω, στοιχεία, εμφαίνω, παράσταση, πιστοποιώ, απόδειξη, αποδεικνύω, τεκμηριώνω, διαφωνώ, διαδηλώνω, μαρτυρώ, αποδείξεις, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Traductions: επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, μαρτυρία, δείχνω, στοιχεία, εμφαίνω, παράσταση, πιστοποιώ, απόδειξη, αποδεικνύω, τεκμηριώνω, διαφωνώ, διαδηλώνω, μαρτυρώ, αποδείξεις, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει