Pousse en grec
Traduction: pousse, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
βλαστάρι, πυροβολώ, βεντούζα, βλαστός, εκτινάσσω, παραφυάδα, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): pousse
dent de sagesse, dent qui pousse, huile de ricin, pousse antonymes, pousse au crime, pousse dictionnaire de langue grec, pousse en grec
Traductions
- poussai en grec - έσπρωξε, πίεσε, ώθησε, ωθείται, ωθούνται
- poussant en grec - ωθώντας, ώθηση, σπρώχνοντας, πιέζοντας, πιέζει
- poussent en grec - σπρώξιμο, σπρώχνω, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται
- pousser en grec - ηγούμαι, έχε, ζουλώ, αιτία, προχωρώ, βλαστός, σπρώχνω, ...
Mots aléatoires
Pousse en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: βλαστάρι, πυροβολώ, βεντούζα, βλαστός, εκτινάσσω, παραφυάδα, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν
Traductions: βλαστάρι, πυροβολώ, βεντούζα, βλαστός, εκτινάσσω, παραφυάδα, πυροβολήσει, πυροβολούν, σουτ, πυροβολήσουν