Ménage en grec
Traduction: ménage, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σπιτικό, οίκος, οικιακός, σπίτι, οικογένεια, νοικοκυριό, οικιακών, νοικοκυριού, οικιακά, οικιακής χρήσης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ménage
femme de ménage, france ménage, jeux de ménage, le ménage, ménage antonymes, ménage dictionnaire de langue grec, ménage en grec
Traductions
- mémère en grec - γιαγιά, γιαγιάς, Grandma, η γιαγιά, τη γιαγιά
- mémére en grec - Mémére
- ménagement en grec - άποψη, φροντίδα, σκέψη, θεωρώ, θωριά, σέβομαι, όψη, ...
- ménager en grec - λυπάμαι, τακτοποιώ, κατασκευάζω, μετανιώνω, σπιτικό, περισσεύω, αποκρούω, ...
Mots aléatoires
Ménage en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σπιτικό, οίκος, οικιακός, σπίτι, οικογένεια, νοικοκυριό, οικιακών, νοικοκυριού, οικιακά, οικιακής χρήσης
Traductions: σπιτικό, οίκος, οικιακός, σπίτι, οικογένεια, νοικοκυριό, οικιακών, νοικοκυριού, οικιακά, οικιακής χρήσης