Mâchant en grec
Traduction: mâchant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μάσημα, μάσηση, μάσησης, μασητικού, μασήσεως
Autres langues
Mots associés / Définition (def): mâchant
macha meril, mâchant antonymes, mâchant grammaire, mâchant mots croisés, mâchant signification, mâchant dictionnaire de langue grec, mâchant en grec
Traductions
- mâcha en grec - μασιέται, μασηθεί, μασιούνται, μασήσουν, μασημένη
- mâchai en grec - μασιέται, μασηθεί, μασιούνται, μασήσουν, μασημένη
- mâche en grec - μασά, δερμάτινα κόκαλα, δερμάτινα κόκαλα για, chews, δερμάτινων κοκάλων
- mâchefer en grec - κλίνκερ, clinker, του κλίνκερ, σκωρίας, κλίνκερ που
Mots aléatoires
Mâchant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μάσημα, μάσηση, μάσησης, μασητικού, μασήσεως
Traductions: μάσημα, μάσηση, μάσησης, μασητικού, μασήσεως