Libérés en grec
Traduction: libérés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κυκλοφορήσει, κυκλοφόρησε, απελευθερώνεται, απελευθερώνονται, απελευθερώθηκε
Autres langues
Mots associés / Définition (def): libérés
les otages libérés, libérer synonymes, libérés antonymes, libérés de la fosse, libérés de la sécu, libérés dictionnaire de langue grec, libérés en grec
Traductions
- libérée en grec - κυκλοφορήσει, κυκλοφόρησε, απελευθερώνεται, απελευθερώνονται, απελευθερώθηκε
- libérées en grec - κυκλοφορήσει, κυκλοφόρησε, απελευθερώνεται, απελευθερώνονται, απελευθερώθηκε
- licence en grec - άδεια, προνόμιο, επιτρέπω, βαθμός, φεύγω, επιχορήγηση, παραιτούμαι, ...
- licenciement en grec - δημοσιεύω, απόλυση, χειραφέτηση, εκκρίνω, απολύω, αποπομπή, κυκλοφορώ, ...
Mots aléatoires
Libérés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κυκλοφορήσει, κυκλοφόρησε, απελευθερώνεται, απελευθερώνονται, απελευθερώθηκε
Traductions: κυκλοφορήσει, κυκλοφόρησε, απελευθερώνεται, απελευθερώνονται, απελευθερώθηκε