Fomentées en grec
Traduction: fomentées, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
υπέθαλψε, υποκινούμενος, ενστάλαξαν, άνοιξε το δρόμο σε, υποδαυλίστηκε
Autres langues
Mots associés / Définition (def): fomentées
fomentées antonymes, fomentées grammaire, fomentées mots croisés, fomentées signification, fomentées synonyme, fomentées dictionnaire de langue grec, fomentées en grec
Traductions
- fomenté en grec - υπέθαλψε, υποκινούμενος, ενστάλαξαν, άνοιξε το δρόμο σε, υποδαυλίστηκε
- fomentée en grec - υπέθαλψε, υποκινούμενος, ενστάλαξαν, άνοιξε το δρόμο σε, υποδαυλίστηκε
- fomentés en grec - υπέθαλψε, υποκινούμενος, ενστάλαξαν, άνοιξε το δρόμο σε, υποδαυλίστηκε
- foncer en grec - σαρκασμός, κέντρισμα, σκάβω, νύξη, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, ...
Mots aléatoires
Fomentées en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: υπέθαλψε, υποκινούμενος, ενστάλαξαν, άνοιξε το δρόμο σε, υποδαυλίστηκε
Traductions: υπέθαλψε, υποκινούμενος, ενστάλαξαν, άνοιξε το δρόμο σε, υποδαυλίστηκε