Embouteillé en grec
Traduction: embouteillé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εμφιαλωμένο, εμφιαλωμένου, εμφιαλωμένων, εμφιαλωμένα, το εμφιαλωμένο
Autres langues
Mots associés / Définition (def): embouteillé
eau embouteillé, embouteillé antonyme, embouteillé antonymes, embouteillé def, embouteillé définition, embouteillé dictionnaire de langue grec, embouteillé en grec
Traductions
- embouteillage en grec - εμφιάλωση, εμφιάλωσης, εμφιαλώσεως, την εμφιάλωση, η εμφιάλωση
- embouteiller en grec - φραγμός, τσόκαρο, συνωστισμός, στηρίγματα, βουλώνω, παρακωλύω, κωλυσιεργώ, ...
- emboutir en grec - γραμματόσημο, χαρτόσημα, σφράγιση, σφραγίζοντας, σφράγισης, σφραγίδα, αποτύπωσης
- emboutissage en grec - σφράγιση, σφραγίζοντας, σφράγισης, σφραγίδα, αποτύπωσης
Mots aléatoires
Embouteillé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εμφιαλωμένο, εμφιαλωμένου, εμφιαλωμένων, εμφιαλωμένα, το εμφιαλωμένο
Traductions: εμφιαλωμένο, εμφιαλωμένου, εμφιαλωμένων, εμφιαλωμένα, το εμφιαλωμένο