Alléchés en grec
Traduction: alléchés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δελεαστεί, προσελκύονται, δελεάζονται, δελεάζεται, παρασυρθούν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): alléchés
allécher synonyme, alléchés antonymes, alléchés grammaire, alléchés mots croisés, alléchés signification, alléchés dictionnaire de langue grec, alléchés en grec
Traductions
- alléchée en grec - δελεαστεί, προσελκύονται, δελεάζονται, δελεάζεται, παρασυρθούν
- alléchées en grec - δελεαστεί, προσελκύονται, δελεάζονται, δελεάζεται, παρασυρθούν
- allée en grec - σοκάκι, οδηγώ, λεωφόρος, ορίζοντας, πάροδος, δρόμο, driveway, ...
- allées en grec - δρόμους, driveways, αμαξιτούς, αυτοκινητοδιόδων
Mots aléatoires
Alléchés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δελεαστεί, προσελκύονται, δελεάζονται, δελεάζεται, παρασυρθούν
Traductions: δελεαστεί, προσελκύονται, δελεάζονται, δελεάζεται, παρασυρθούν