Ilmentää kreikaksi
Käännös: ilmentää, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
αποδεικνύω, στοιχεία, συσσωματώνω, αποκαλύπτω, επεξηγώ, φάση, εξηγώ, αποδείξεις, απόδειξη, διαδηλώνω, διαφαίνομαι, ενσαρκώνω, εικόνα, σκηνή, σημαίνω, απεικονίζω, ενσαρκώνουν, ενσωματώνουν, ενσαρκώσει, ενσωματώνει, ενσαρκώνει
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: ilmentää
ilmentää englanniksi, ilmentää in english, ilmentää merkitys, ilmentää ruotsiksi, ilmentää sanakirja, ilmentää kielisanakirja kreikka, ilmentää kreikaksi
Käännökset
- ilmeinen kreikaksi - σκέτο, σκέτος, προφανής, εναργής, φαινομενικός, πεδιάδα, κάμπος, ...
- ilmenemismuoto kreikaksi - εκδήλωση, μορφή, έντυπο, φόρμα, μορφής, υπό μορφή
- ilmestyminen kreikaksi - γεγονός, παρουσίαση, εμφάνιση, συμβάν, περιστατικό, επανεμφάνιση, επανεμφάνισή, ...
- ilmestys kreikaksi - όραμα, όραση, αποκάλυψη, Αποκάλυψης, την αποκάλυψη, αποκαλύψεως, η αποκάλυψη
Satunnaisia sanoja
Ilmentää kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: αποδεικνύω, στοιχεία, συσσωματώνω, αποκαλύπτω, επεξηγώ, φάση, εξηγώ, αποδείξεις, απόδειξη, διαδηλώνω, διαφαίνομαι, ενσαρκώνω, εικόνα, σκηνή, σημαίνω, απεικονίζω, ενσαρκώνουν, ενσωματώνουν, ενσαρκώσει, ενσωματώνει, ενσαρκώνει
Käännökset: αποδεικνύω, στοιχεία, συσσωματώνω, αποκαλύπτω, επεξηγώ, φάση, εξηγώ, αποδείξεις, απόδειξη, διαδηλώνω, διαφαίνομαι, ενσαρκώνω, εικόνα, σκηνή, σημαίνω, απεικονίζω, ενσαρκώνουν, ενσωματώνουν, ενσαρκώσει, ενσωματώνει, ενσαρκώνει