Elättää kreikaksi
Käännös: elättää, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
κρατώ, ταΐζω, καλλιεργώ, γεννώ, διατείνομαι, υποστηρίζω, εξακολουθώ, τροφοδοτώ, σιτίζω, αμπάρι, τρέφω, διατηρώ, κατακρατώ, υποφέρω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: elättää
elättää englanniksi, elättää englanti, elättää itsensä, elättää itsensä englanniksi, elättää merkitys, elättää kielisanakirja kreikka, elättää kreikaksi
Käännökset
- elätti kreikaksi - Fed, τρέφονται, της Fed, τροφοδοτούνται
- elättäminen kreikaksi - απασχόληση
- elävyys kreikaksi - ισόβιος, ζωή, βίος, πνεύμα, ζωντάνια, τη ζωντάνια, ζωηράδα, ...
- elävä kreikaksi - μένω, γοργός, έντονος, εντατικός, ζωηρός, γρήγορος, ζωντανός, ...
Satunnaisia sanoja
Elättää kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: κρατώ, ταΐζω, καλλιεργώ, γεννώ, διατείνομαι, υποστηρίζω, εξακολουθώ, τροφοδοτώ, σιτίζω, αμπάρι, τρέφω, διατηρώ, κατακρατώ, υποφέρω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Käännökset: κρατώ, ταΐζω, καλλιεργώ, γεννώ, διατείνομαι, υποστηρίζω, εξακολουθώ, τροφοδοτώ, σιτίζω, αμπάρι, τρέφω, διατηρώ, κατακρατώ, υποφέρω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί