Endeble en griego
traducción: endeble, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
αδύνατος, λεπτός, ασθενικός, φτωχός, αδύναμος, ανίσχυρος, ασήμαντος, ισχνός, σαθρή, πρόχειρη, σαθρό
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: endeble
endeble wikipedia, endeble definicion, endeble rae, endeble significado, endeble emocional, endeble diccionario de idioma griego, endeble en griego
Traducciones
- encía en griego - μαστίχα, κόμμι, κόμμεος, ούλων, κόμμεως, τσίχλας
- encíclica en griego - εγκύκλιο, την εγκύκλιο, εγκύκλιό, εγκύκλιο του, εγκύκλιες
- endemoniado en griego - σατανικός, δαιμονισμένο, δαιμονισμένου, δαιμονικές, δαιμονική
- endentar en griego - ζεύξη, δίχτυ, πλέγμα, ματιών, mesh, πλέγματος, των ματιών
palabras al azar
Endeble en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: αδύνατος, λεπτός, ασθενικός, φτωχός, αδύναμος, ανίσχυρος, ασήμαντος, ισχνός, σαθρή, πρόχειρη, σαθρό
Traducciones: αδύνατος, λεπτός, ασθενικός, φτωχός, αδύναμος, ανίσχυρος, ασήμαντος, ισχνός, σαθρή, πρόχειρη, σαθρό