Afinidad en griego
traducción: afinidad, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
συνάφεια, αγχιστεία, έλξη, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: afinidad
afinidad con el gigante, afinidad electronica tabla periodica, afinidad sinonimo, afinidad entre signos, afinidad electronica, afinidad diccionario de idioma griego, afinidad en griego
Traducciones
- afinador en griego - δέκτη, δέκτης, tuner, συντονιστή, συντονισμού
- afinar en griego - βελτιώνω, ραφινάρω, τελειοποιήσουν, μικροσυντονισμό, πραγματοποιήσετε μικροσυντονισμό, συγχρονίσουν, προσαρμόσετε με ακρίβεια
- afirmación en griego - διαβεβαίωση, επιβεβαίωση, δήλωση, επιβεβαίωσης, υπεύθυνη δήλωση
- afirmar en griego - διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, επικυρώνω, υποστηρίζω, διεκδικώ, επιβεβαιώνουν, βεβαιώνουν, ...
palabras al azar
Afinidad en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: συνάφεια, αγχιστεία, έλξη, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας
Traducciones: συνάφεια, αγχιστεία, έλξη, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας