Woodbines in greek

Translation: woodbines, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αγιοκλήματα
Woodbines in greek
Other Languages

Related words: woodbines

woodbines lic, woodbines language dictionary greek, woodbines in greek

Translations

  • wood-worker in greek - ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο, ξυλεία
  • woodbine in greek - είδος αιγοκλήματος, Woodbine, πόλη Woodbine, πόλη Woodbine του
  • woodcarving in greek - ξυλογλυπτική, ξυλογλυπτικής, την ξυλογλυπτική, η ξυλογλυπτική, λάξευση
  • woodchuck in greek - αρκτόμυς, μαρμότα, μαρμότας, μπεκάτσα
Random words
Woodbines in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αγιοκλήματα