Wager in greek

Translation: wager, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
στοιχηματίζω, στοίχημα
Wager in greek
Related words
Other Languages

Related words: wager

the wager, a wager, pascals wager, you wager, wager injustice, wager language dictionary greek, wager in greek

Translations

  • wage-earning in greek - μισθωτού
  • waged in greek - διεξάγεται, εξαπολύσει, εξαπέλυσε, μισθωτή, διεξήγαγε
  • wagered in greek - ποντάρονται, πονταριστεί, που ποντάρετε, που ποντάρονται, στοιχηματιστεί
  • wagering in greek - στοιχηματισμού, στοιχήματα, στοιχημάτων, στοιχήματος, πονταρίσματος
Random words
Wager in greek - Dictionary: english » greek
Translations: στοιχηματίζω, στοίχημα