Unmerited in greek

Translation: unmerited, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
άδικος, ανάρμοστης, και ανάρμοστης, μη αξίζων
Unmerited in greek
Other Languages

Related words: unmerited

unmerited favor, unmerited grace, unmerited definition, grace unmerited favor, unmerited language dictionary greek, unmerited in greek

Translations

  • unmerciful in greek - άσπλαχνος, ανελέητος, ανελέητο, άσπλαγχνος, άσπλαχνους
  • unmercifully in greek - ανελέητα, έλεος, χωρίς έλεος
  • unmet in greek - ανικανοποίητων, ανεκπλήρωτες, ανικανοποίητες, ανικανοποίητη, ανικανοποίητης
  • unmethodical in greek - αμέθοδος
Random words
Unmerited in greek - Dictionary: english » greek
Translations: άδικος, ανάρμοστης, και ανάρμοστης, μη αξίζων