Supplemented in greek
Translation: supplemented, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
συμπληρώνονται, συμπληρώνεται, συμπληρωθεί, συμπληρωθούν, συμπληρώθηκε
Other Languages
Related words: supplemented
supplemented by, supplemented definition, supplemented language dictionary greek, supplemented in greek
Translations
- supplementary in greek - συμπληρωματικός, συμπληρωματική, συμπληρωματικές, συμπληρωματικής, συμπληρωματικών
- supplementation in greek - συμπλήρωση, συμπληρώματα, συμπληρωμάτων, τα συμπληρώματα, συμπληρώματος
- supplementing in greek - συμπλήρωση, για τη συμπλήρωση, τη συμπλήρωση, συμπληρώσεως, που συμπληρώνει
- supplements in greek - συμπληρώματα, συμπληρωμάτων, τα συμπληρώματα, χρεώσεις, συμπληρώνει
Random words
Supplemented in greek - Dictionary: english » greek
Translations: συμπληρώνονται, συμπληρώνεται, συμπληρωθεί, συμπληρωθούν, συμπληρώθηκε
Translations: συμπληρώνονται, συμπληρώνεται, συμπληρωθεί, συμπληρωθούν, συμπληρώθηκε