Suffused in greek
Translation: suffused, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πλημμυρισμένη, διαποτισμένη, διαχέει, που διαχέεται, διαποτισμένη από
Other Languages
Related words: suffused
suffused definition, suffused language dictionary greek, suffused in greek
Translations
- suffragist in greek - ζητών ψήφον για τις γυναίκες, σουφραζέτα
- suffuse in greek - απλώνω, καλύπτω με υγρό, χρίω, αλείφω, επιχέω
- suffuses in greek - καταυγάζει, κατακλύζει, διαχέει, διαποτίζει, διαποτίζει τα
- suffusing in greek - διαχέει, που διαχέει, πλημμυρίζοντάς
Random words
Suffused in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πλημμυρισμένη, διαποτισμένη, διαχέει, που διαχέεται, διαποτισμένη από
Translations: πλημμυρισμένη, διαποτισμένη, διαχέει, που διαχέεται, διαποτισμένη από