Strew in greek
Translation: strew, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
επιπάσσω, στρώνω, σκορπίσει, σκορπίζουν τα
Other Languages
Related words: strew
beef strew, strew definition, strew language dictionary greek, strew in greek
Translations
- stretching in greek - τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, που εκτείνεται
- stretchy in greek - ελαστικό, ελαστική, ελαστικός, ελαστικές
- strewed in greek - στρωμένο
- strewing in greek - πασπάλισμα, πασπάλισμα των, τοποθέτηση επάνω, την τοποθέτηση επάνω
Random words
Strew in greek - Dictionary: english » greek
Translations: επιπάσσω, στρώνω, σκορπίσει, σκορπίζουν τα
Translations: επιπάσσω, στρώνω, σκορπίσει, σκορπίζουν τα