Reducibly in greek

Translation: reducibly, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ελαττωσίμως
Reducibly in greek
Other Languages

Related words: reducibly

reducibly language dictionary greek, reducibly in greek

Translations

  • reducibility in greek - ελαττώσιμο, αναγωγιμότητα, αναγωγισιμότητα, αναγωγικότητα
  • reducible in greek - αναγώγιμος, αναγώγιμων, αναγώγιμου, αναγώγιμης
  • reducing in greek - αναγωγικός, μείωση, τη μείωση, μειώνοντας, μείωση των
  • reduction in greek - μείωση, περιστολή, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
Random words
Reducibly in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ελαττωσίμως