Rampageous in greek
Translation: rampageous, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
βίαιος, ταραχώδης, αφηνιασμένος
Other Languages
Related words: rampageous
rampageous language dictionary greek, rampageous in greek
Translations
- rampage in greek - τρέχω, Rampage, έξαλλη συμπεριφορά, έξαλλη
- rampaged in greek - ρήμαξαν, αφηνιάζουν τρέχοντας, ρήμαζαν, ρήμαξαν την
- rampages in greek - επιδρομών
- rampaging in greek - λεηλατεί, λεηλατεί τη, βανδάλων, αφηνιασμένα
Random words
Rampageous in greek - Dictionary: english » greek
Translations: βίαιος, ταραχώδης, αφηνιασμένος
Translations: βίαιος, ταραχώδης, αφηνιασμένος