Piqued in greek
Translation: piqued, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
κέντρισε, κέντρισε το, κίνησε το, πικάρει, που κέντρισε
Other Languages
Related words: piqued
piqued interest, piqued my interest, piqued definition, peaked, curiosity piqued, piqued language dictionary greek, piqued in greek
Translations
- pique in greek - πικάρω, πηκέ, Πικέ, πικαρισμάτων
- piques in greek - μνησικακίες, μνησικακίες το, piques το, μνησικακίες η
- piquet in greek - πικέττο, Piquet, πικέ
Random words
Piqued in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κέντρισε, κέντρισε το, κίνησε το, πικάρει, που κέντρισε
Translations: κέντρισε, κέντρισε το, κίνησε το, πικάρει, που κέντρισε