Peonage in greek
Translation: peonage, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εργασία προς πληρωμήν χρέους, ειλωτεία, υποδούλωση
Other Languages
Related words: peonage
debt peonage, peonage definition, peonage system, what is peonage, sharecropping, peonage language dictionary greek, peonage in greek
Translations
- penury in greek - ένδεια, πενιά
- peon in greek - ορντινάντσα, Peon, ομάδα Peon, εργάτης με ημερομίσθιο, Η ομάδα Peon
- people in greek - άνθρωπος, άνθρωποι, κόσμος
Random words
Peonage in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εργασία προς πληρωμήν χρέους, ειλωτεία, υποδούλωση
Translations: εργασία προς πληρωμήν χρέους, ειλωτεία, υποδούλωση