Outworker in greek
Translation: outworker, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εξωτερικός συνεργάτης, εξωτερικός εργαζόμενος
Other Languages
Related words: outworker
outworker language dictionary greek, outworker in greek
Translations
- outwork in greek - προτείχισμα, προτειχίσματος, φασόν, πρόχωμα
- outworn in greek - τετριμμένος, ξεπερασμένα, τετριμμένη, προσαραγμένο, ξεπερασμένο
Random words
Outworker in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εξωτερικός συνεργάτης, εξωτερικός εργαζόμενος
Translations: εξωτερικός συνεργάτης, εξωτερικός εργαζόμενος