Litigate in greek
Translation: litigate, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
έρχομαι σε δίκη, φέρω σε δίκη, διεκδικώ δικαστικώς, αντιδικούν για, καταφεύγει στη δικαιοσύνη για
Other Languages
Related words: litigate
litigate definition, define litigate, litigate language dictionary greek, litigate in greek
Translations
- lithuanian in greek - Λιθουανικά, της Λιθουανίας, λιθουανική, λιθουανικές
- litigant in greek - διάδικος, διάδικο, διαδίκου, ενάγων, ο διάδικος
- litigated in greek - εκδικασθεί, εκδικάζονται, αμφισβητήσει δικαστικώς, απολίνωση, αμφισβητήθηκαν
Random words
Litigate in greek - Dictionary: english » greek
Translations: έρχομαι σε δίκη, φέρω σε δίκη, διεκδικώ δικαστικώς, αντιδικούν για, καταφεύγει στη δικαιοσύνη για
Translations: έρχομαι σε δίκη, φέρω σε δίκη, διεκδικώ δικαστικώς, αντιδικούν για, καταφεύγει στη δικαιοσύνη για