Leaded in greek

Translation: leaded, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
μολυβδωμένης, μολυβδούχο, βενζίνη με μόλυβδο, μολυβδούχου, μολυβδούχα
Leaded in greek
Other Languages

Related words: leaded

leaded glass, leaded gasoline, leaded windows, leaded gas, leaded glass windows, leaded language dictionary greek, leaded in greek

Translations

  • lead-in in greek - να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί, οδηγήσουν
  • lead-off in greek - μολύβδου, μόλυβδο, οδηγήσει, προβάδισμα, οδηγούν
  • leaden in greek - βαρύς, μολύβδινο, μολυβένια, μολύβδινες, μολύβδινα
  • leader in greek - ηγέτης, ηγήτορας, ηγεμόνας, αρχηγός
Random words
Leaded in greek - Dictionary: english » greek
Translations: μολυβδωμένης, μολυβδούχο, βενζίνη με μόλυβδο, μολυβδούχου, μολυβδούχα