Inventions in greek
Translation: inventions, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εφευρέσεις, εφευρέσεων, εφευρέσεων που, εφευρέσεις που, τις εφευρέσεις
Other Languages
Related words: inventions
invention, new inventions, industrial revolution inventions, industrial revolution, edison inventions, inventions language dictionary greek, inventions in greek
Translations
- inventing in greek - εφευρίσκοντας, επινόηση, διαπλάσουμε, να διαπλάσουμε, διαπλάσουμε το
- invention in greek - εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
- inventive in greek - επινοητικός, εφευρετικός
- inventively in greek - ευρηματικά, εφευρετικότητα, εφευρετικώς, εφευρετικά
Random words
Inventions in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εφευρέσεις, εφευρέσεων, εφευρέσεων που, εφευρέσεις που, τις εφευρέσεις
Translations: εφευρέσεις, εφευρέσεων, εφευρέσεων που, εφευρέσεις που, τις εφευρέσεις