Interceded in greek
Translation: interceded, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
μεσολαβήσει, μεσολάβησε, μεσίτευε
Other Languages
Related words: interceded
interceded language dictionary greek, interceded in greek
Translations
- intercalation in greek - παρένθεση, παρεμβολή, παρεμβολής, την παρεμβολή, η παρεμβολή
- intercedes in greek - μεσιτεύει, μεσολαβεί, παρεμβαίνει, ικετεύει
- interceding in greek - μεσιτεύει, ικεσίας, μεσιτεύοντας, μεσιτεύουμε
Random words
Interceded in greek - Dictionary: english » greek
Translations: μεσολαβήσει, μεσολάβησε, μεσίτευε
Translations: μεσολαβήσει, μεσολάβησε, μεσίτευε